-
1 возвышенность
-
2 высота
высота ж 1) (вышина ) το ύψος прыжок в \высотаУ спорт. άλμα σε ύψος 2) (возвышен ность ) το ύψωμα* * *ж1) ( вышина) το ύψοςпрыжо́к в высоту́ — спорт. άλμα σε ύψος
2) ( возвышенность) το ύψωμα -
3 юр
-а α: на -у πάνω σε ύψωμα•дом стоит на -у α) το σπίτι είναι χτισμένο πάνω σε ύψωμα, β) σε πολυσύχναστο μέρος.
-
4 вал
I. 1. тех. о άξον/αςη άτρακτοςведущий - μετάδοσης κίνησης, κινητήριος -гребной - ελικοφόρος -, τελικός -гребной - с прерывистой облицовкой τελικός - με διακεκομμένη επένδυση (χιτώνια)дейдвудный - мор. τελικός - (στη χοάνη)жёсткий - άκαμπτος -, σταθερός -карданный – τύπου καρντάνкачающийся - η ταλαντούμενη άτρακτος, παρανεύων -коленчатый - на шариковых подшипниках στροφαλοφόρος - πάνω σε σφαιροτριβείςкулачковый - εκκεντροφόρος -, κνωδακοφόρος -- συστήματος μοχλών, η δευτερεύουσα άτρακτοςраспределительный - впускных (выпускных) клапанов κνωδακοφόρος - βαλβίδων εισαγωγής (εξαγωγής)трубчатый - σωληνωτός -, ενδο-ενωτικός -- ώσης(токарного станка) η βέργα/ράβδος πάσου του τόρνου2. (печатный) о κύλινδρος τυπογραφικού πιεστηρίου 3. (включающий) (тлф) ο μοχλός διακόπτηвращающийся - искателя ο περιστρεφόμενος μοχλός επιλογής.II.(земляная насыпь) το ανάχωμα, το ύψωμα.III.(высокая волна) το πανύψηλο/πολύ υψηλό κύμα της θάλασσας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вал
-
5 возвышенность
(топ.) το ύψωμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > возвышенность
-
6 высота
1. (расстояние по вертикали) το ύψοςабсолютная - (над уровнем моря) απόλυτο/πραγματικό - (πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας)критическая ав. - κρίσιμο -, τελικό -- надводного борта (судна) - εξάλων, εφεδρικό -- неровностей профиля по десяти точкам (шероховатость поверхности) - των δέκα σημείων (τραχύτητας της επιφάνειας)пьезометрическая - πιεζο-μετρικό -, υδροστατικό -2. (звука) το ύψος (συχνότητα) του ήχου 3. (вертикальный рамер балки, сосуда и т.п.) το ύψοςмаксимальная - μέγιστο -, ανώτερο -4. (возвышенность) το ύψωμαο λόφος5. астр. το ύψοςисправленная - (нвг.) διορθωμένο -истинная - αληθές (του εξάντα) -, πραγματικό -- μεσημβρινού, το μεσημβρινό έξαρμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > высота
-
7 дельфинирование
(скоростных катеров) η αναπήδηση, το στιγμιαίο ύψωμα από την επιφάνεια της θάλασσας (στα ταχύπλοα σκάφη)-ть αναπηδώ (παρόμοια με το δελφίνι), ανυψώνομαι στιγμιαία από την επιφάνεια της θάλασσαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дельфинирование
-
8 вал
вал Iм1. (земляная насыпь) τό ἀνάχωμα, τό ϋψωμα:крепостной \вал τό τειχόκαστρο, ὁ τοίχος του κάστρου;2. (волна) τό κῦμα (θάλασσας); ◊ девятый \вал τό ἔννατο κῦμα, τό μεγάλο κϋμα; огневой \вал воен. ὁ φραγμός πυρός.вал IIм тех. ὁ ἀξονας:приводной \вал ὁ κινητήριος ἄξονας; коленчатый \вал ὁ στροφαλοφόρος ἄξονας. -
9 возвышение
возвышениес1. (действие) τό ἀνέβασμα, ἡ ὕψωση, ἡ ἀνύψωση [-ις]·2. (возвышенное место) τό ὑψωμα. -
10 возвышенность
возвы́шенн||остьж1. геогр. τό ὑψωμα, ὁ λόφος, τό βουναλάκι, τό ὑψίπεδο·2. (мыслей, чувств) τό Όψος, ἡ ὑψηλοφροσυνη. -
11 высота
высот||аж1. τό ὕψος, τό ψήλος:\высота иад уровнем мо́ря τό ὑψόμετρο, ὁ ὑψο-δείκτης· \высота полета ἀβ. τό ὑψος· πτήσης· набирать \высотау́ ἀβ. ἀνεβαίνω ψηλά· \высота тона τό ὕψος τῆς φωνής· в \высотае́ στά ὕψη· с \высотаы ἀπό τό ὕψος, ἐξ ὕψους·2. (возвышенность) τό ὑψωμα:горные высоты τά ὁρεινά ὕψη, τά κορφοβούνια· ◊ командные высоты τά ήνία τής ἐξουσίας· быть на \высотае положения εἶμαι (или στέκομαι) στό ὕψος τών περιστάσεων. -
12 height
[hæit]1) (the distance from the bottom to the top of something: What is the height of this building?; He is 1.75 metres in height.) ύψος2) (the highest, greatest, strongest etc point: He is at the height of his career; The storm was at its height.) αποκορύφωμα,ζενίθ3) (the peak or extreme: dressed in the height of fashion; His actions were the height of folly.) άκρον άωτο,αποκορύφωμα4) (a high place: We looked down from the heights at the valley beneath us.) ύψωμα•- heighten -
13 rise
1. past tense - rose; verb1) (to become greater, larger, higher etc; to increase: Food prices are still rising; His temperature rose; If the river rises much more, there will be a flood; Her voice rose to a scream; Bread rises when it is baked; His spirits rose at the good news.) ανεβαίνω, αυξάνομαι, υψώνομαι2) (to move upwards: Smoke was rising from the chimney; The birds rose into the air; The curtain rose to reveal an empty stage.) υψώνομαι3) (to get up from bed: He rises every morning at six o'clock.) σηκώνομαι4) (to stand up: The children all rose when the headmaster came in.) σηκώνομαι όρθιος5) ((of the sun etc) to appear above the horizon: The sun rises in the east and sets in the west.) ανατέλλω6) (to slope upwards: Hills rose in the distance; The ground rises at this point.) υψώνομαι7) (to rebel: The people rose (up) in revolt against the dictator.) εξεγείρομαι8) (to move to a higher rank, a more important position etc: He rose to the rank of colonel.) ανέρχομαι9) ((of a river) to begin or appear: The Rhône rises in the Alps.) πηγάζω10) ((of wind) to begin; to become stronger: Don't go out in the boat - the wind has risen.) σηκώνομαι11) (to be built: Office blocks are rising all over the town.) ορθώνομαι12) (to come back to life: Jesus has risen.) ανασταίνομαι2. noun1) ((the) act of rising: He had a rapid rise to fame; a rise in prices.) ανύψωση, αύξηση2) (an increase in salary or wages: She asked her boss for a rise.) αύξηση3) (a slope or hill: The house is just beyond the next rise.) ύψωμα4) (the beginning and early development of something: the rise of the Roman Empire.) άνοδος, ανάπτυξη, ακμή•- rising3. adjectivethe rising sun; rising prices; the rising generation; a rising young politician.) ανατέλλων/ ανερχόμενος/ αυξανόμενος- early- late riser
- give rise to
- rise to the occasion -
14 возвысить
[βαζβύσιτ'] ρ. ανεβάζω ουσ. θ. ύψωμα -
15 возвысить
[βαζβύσιτ'] ρ ανεβάζω ουσ θ ύψωμα -
16 безымянный
κ. безыменный επ.ανώνυμος•- ая высота ή возвышенность ανώνυμο ύψωμα•
безымянный палец ο παράμεσος δάχτυλος.
-
17 ввести
введу, введешь, παρλθ. χρ. ввел, ввела, ввело, μτχ. παρλθ. χρ. введший, παθ. μτχ. παρλθ.. χρ. введенный, вр:-ден, -дена, -дено, ρ.σ.μ.1. εισάγω, μπάζω, βάζω μέσα, εμβάζω•ввести лошадь в конюшню βάζω το άλογο στο σταυλο•
ввести судно в гавань μπάζω το σκάφος στο λιμάνι.
|| ανεβάζω•ввести на возвышение ανεβάζω στο ύψωμα•
ввести на лестницу ανεβάζω στη σκάλα.
|| οδηγώ, τραβώ, έλκω•ввести в заблуждение οδηγώ σε παραπλάνηση, παραπλανώ.
2. φέρνω• γνωρίζω•ввести друга в литературный кружок γνωρίζω το φίλο με το λογοτεχνικό όμιλο.
3. καθιερώνω, βάζω•ввести пошлины на ввоз товаров καθιερώνω δασμούς στην εισαγωγή εμπορευμάτων.
|| θέτω, βάζω•ввести в употребление βάζω σε χρήση•
ввести в действие θέτω σε ισχύ.
εκφρ.ввести во владение ή в наследство – μεταβιβάζω την κυριότητα ή την κληρονομιά.εισάγομαι• μπαίνω σε χρήση• καθιερώνομαι•это -лось в обычай αυτό έγινε συνήθεια.
-
18 взгорье
я ουδ.βουναλάκι, ύψωμα, λόφος•по долинам и по -ям στις κοιλάδες και• στα βουναλάκια.
-
19 взлобок
-бка α.(διαλκ.) ύψωμα, βουναλάκι. -
20 возвышение
-я ουδ. (κυρλξ. κ. μτφ.).1. ύψωση, ανύψωση, εξύψωση.2. ύψωμα (γής), ψήλωμα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὕψωμα — elevation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υψωμα — ώματος, το / ὕψωμα, ΝΜΑ [ὑψῶ/ ώνω] υψωμένο μέρος τού εδάφους, ψήλωμα, λόφος (α. «ο στρατός κατέλαβε τα γύρω από την πόλη υψώματα» β. «οὐ χθὼν οὐρανίοις ὑψώμασι [φθονέει]», ΨΦωκυλ.) νεοελλ. 1. ύψωση, ανύψωση 2. εκκλ. ενσφράγιστο τεμάχιο από τα… … Dictionary of Greek
ύψωμα — το, ατος 1. υψωμένο μέρος του εδάφους, ψήλωμα, τούμπα. 2. ύψωση (βλ. λ.). 3. (εκκλησ.), το κομμάτι που αφαιρείται από τον άρτο της πρόθεσης και δίνεται και ως αντίδωρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὕψωμ' — ὕψωμα , ὕψωμα elevation neut nom/voc/acc sg ὕ̱ψωμαι , ὑψόω lift high perf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψωμάτων — ὕψωμα elevation neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψώμασι — ὕψωμα elevation neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψώμασιν — ὕψωμα elevation neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψώματα — ὕψωμα elevation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψώματι — ὕψωμα elevation neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψώματος — ὕψωμα elevation neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek